Αντίθετα, μέσα στη Βουλή, το έργο της «αγανάκτησης και της δίκαιης οργής» παίζεται με ένταση. Εδώ τώρα ακούγονται οι φωνές για «ρουφιάνους και αλήτες πολιτικούς», εδώ απειλούνται χειροδικίες. Είναι οι υπάλληλοι του κοινοβουλίου, αντιστέκονται στα μνημόνια που επιχειρούν να τους εξομοιώσουν με τους πληβείους, με τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους. Και νικάνε. Η κυβέρνηση αποσύρει τη διάταξη. Η αντιπολίτευση τους καλύπτει: «Δεν διαβαθμίζει τη μνημονιακή φτωχοποίηση, αλλά αρνείται το μνημόνιο συνολικά». Οι μειώσεις στο οκταπλό από τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους εφάπαξ είναι το ίδιο με τον άνεργο που χάνει τη δουλειά του. Η κατάργηση του 16ου, του 20ού μισθού των golden boys των ΔΕΚΟ είναι το ίδιο με τις περικοπές στις συντάξεις των 600 ευρώ. Αυτή η μνημειώδους κυνισμού φράση, όμως, είναι η αποκάλυψη όσων συμβαίνουν όλο αυτό τον καιρό.
Η φράση που μισήθηκε περισσότερο από κάθε τι άλλο αυτά τα χρόνια, ήταν το «μαζί τα φάγαμε». Γιατί μπορεί να μην τα φάγαμε όλοι, μπορεί η ευθύνη, κυρίως, να μην ήταν ίδια για όλους, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας μας απόλαυσε το πάρτι των δανεικών. Γι’ αυτό αρνείται να δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Όσο κι αν ο λαϊκισμός προσπαθεί να βρει μερικούς ενόχους, εξιλαστήρια θύματα για να πληρώσουν και να συνεχιστεί απτόητο το καθεστώς του παρασιτισμού, το γεγονός είναι πως το πελατειακό σύστημα, ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε, ήταν αρκετά δημοκρατικό. Η κοινωνική πλειοψηφία συμμετείχε στη διανομή του παράλογου δανεισμού. Γι’ αυτό ψήφιζε με 80% τα κυβερνητικά κόμματα, γι’ αυτό εγκατέλειψε το πολυαγαπημένο της Πασόκ για τον «αντιμνημονιακό» Σαμαρά, γι’ αυτό εγκαταλείπει κι αυτόν έπειτα για να αναδείξει πρώτη δύναμη στους δημόσιους υπαλλήλους τον Σύριζα, γι’ αυτό πριμοδοτεί όποιον υπόσχεται ότι η κυρίαρχη λογική της μεταπολίτευσης μπορεί να συνεχιστεί: Ότι μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε, ότι μπορούμε να ζούμε με δανεικά.
Δεν χρειάζεται να είμαστε ανάμεσα στους 150 χιλιάδες με τις συντάξεις των νεκρών, τις συντάξεις χωρίς δικαιολογητικά, τα πλαστά αναπηρικά επιδόματα, τα μαϊμού προνοιακά βοηθήματα. Ούτε καν στις χιλιάδες των επίορκων υπαλλήλων που πουλάνε τις υπηρεσίες του δημοσίου προς ίδιον όφελος στο καθεστώς της εκτεταμένης διαφθοράς. 100άδες χιλιάδες άνθρωποι αυτά τα χρόνια προσλήφθηκαν σε άχρηστους οργανισμούς σ’ ένα υπερτροφικό δημόσιο. Αθρόες προσλήψεις κομματικών στρατών χωρίς διαγωνισμούς, αργομισθίες, επιδόματα που αύξαναν το μισθό χωρίς να έχουν καμία σχέση με παραγωγικότητα, πλασματικές υπερωρίες, πρόωρες συντάξεις στα 50 και παχυλά εφάπαξ που δεν προέκυπταν από πουθενά. Η κομματοκρατία γέμιζε και άδειαζε συνεχώς το κράτος για να το ξαναγεμίσει, παρκάροντας τους υπεράριθμους στα ταμεία, δημιουργώντας μια χώρα συνταξιούχων εισοδηματιών του δημοσίου. Απόκτηση ακίνητης περιουσίας με αυθαίρετη δόμηση, με καταπατήσεις δημόσιας γης, που πλούτιζε δημόσιους «λειτουργούς» αφαιρώντας έσοδα από το κράτος και εξαγόραζε τους πολίτες με μια περιουσία την οποία δεν είχαν πληρώσει στο κόστος της. Φοροαπαλλαγές σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, εισφοροδιαφυγή, φοροδιαφυγή μαζική χωρίς τιμωρία, 40-40-20, όλοι με το αζημίωτο. 500 ειδικά τέλη, έμμεσοι φόροι, φόροι υπέρ τρίτων που συντηρούν επαγγελματικές ομάδες, «ευγενή» ταμεία, φορείς, και τους πληρώνει ο υπόλοιπος λαός. Ένα δαιδαλώδες κουβάρι ρυθμίσεων, εξαιρέσεων, πελατειακών σχέσεων που καθιστά τους πολίτες συνενόχους, θύτες στη μια περίπτωση και θύματα στην άλλη, χωρίς καν να το καταλαβαίνουν. Πελάτες πάντα, με αντάλλαγμα την εκλογική υποστήριξη.
Η πλειοψηφία της κοινωνίας έκανε λάθος. Τρία χρόνια προτίμησε ν’ ακούσει τους δημαγωγούς παρά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Πίστεψε ότι η κατάσταση δεν αλλάζει. Ότι μπορεί να συνεχίσει μ’ αυτά τα προνόμια, αυτά τα έσοδα, αυτές τις εξαιρέσεις, ακόμη και χωρίς τα δανεικά. Πίστεψε ότι το πελατειακό σύστημα ακόμα και αναδιατασσόμενο, με νέες ταμπέλες, θα συνεχίσει απτόητο να κάνει ό,τι έκανε πάντα. Θα κοροϊδεύει μισοκακόμοιρα τους Ευρωπαίους, θα υπόσχεται αλλαγές, αλλά θα ξεχνάει να εφαρμόζει τους νόμους, θα «αντιστέκεται» περήφανα. Αντί να σηκώσει τα μανίκια και να διαχειριστεί τη ζημιά, έκλεισε τα μάτια πιστεύοντας ότι το λογαριασμό θα τον πληρώσει κάποιος άλλος. Αυτό το νόημα είχαν οι κραυγές για τους «αδυσώπητους τοκογλύφους» και τα «σατανικά σχέδια φτωχοποίησης». Δεν είμαστε ηλίθιοι, δεν γίναμε ξαφνικά Ταλιμπάν στο Πακιστάν να καίμε ευρωπαϊκές σημαίες και να κουνάμε κρεμάλες. Το κρυμμένο νόημα ήταν «όχι εμείς, κάποιος άλλος». Η βολεμένη πλειοψηφία μετά από δεκαετίες εύκολης ζωής βασισμένης στα δανεικά δεν διανοήθηκε ότι μπορεί να κερδίσει θετικά το παιχνίδι, με δημιουργία και όχι με αρνητική καταστροφή.
Έκανε λάθος. Χωρίς τα δανεικά, η κοινωνία των δύο τρίτων μετατρέπεται ραγδαία σε κοινωνία του ενός τρίτου. Το πελατειακό κράτος δεν μπορεί να συντηρήσει παρά μόνο το επάνω κομμάτι της πυραμίδας. Τρία χρόνια μετά όλα έχουν γίνει χειρότερα, αλλά και όλα έχουν μείνει ίδια. Έχουμε το ίδιο κράτος. Τις ίδιες αρτηριοσκληρωτικές δομές. Το ίδιο παρωχημένο σύστημα. Η διαφθορά και η κλεπτοκρατία είναι πάντα εδώ. Η διαπλοκή βασιλεύει ανενόχλητη, ντιλ κλείνονται ακόμη και σήμερα μέσα στα ερείπια. Πλην, όμως, δεν φθάνουν για όλους. Τώρα σιγά σιγά η πρώην πλειοψηφία καταλαβαίνει ότι όλα όσα έγιναν 3 χρόνια δεν ήταν προς το συμφέρον της, ήταν για να διατηρηθεί η κομματοκρατία και το πελατειακό κράτος. Για τον ακόμα πιο στενό πυρήνα. Για τα πολύ δικά τους παιδιά, αυτά που την Τετάρτη στη Βουλή, ας πούμε, διέσωσαν τα προνόμιά τους. Όλοι οι άλλοι γίνονται φτωχότεροι.
Καθώς η κοινωνική πλειοψηφία αλλάζει, καθώς οι «χαμένοι» της περιπέτειας γίνονται περισσότεροι, ίσως είναι καλύτερο το timing για να περάσει η ελληνική κοινωνία σε μια πιο ειλικρινή αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Να πάψει να προσπαθεί τη διατήρηση του αδύνατου παρελθόντος και να συναινέσει σε μια συλλογική προσπάθεια για ν’ αλλάξει την Ελλάδα.
Ο αισιόδοξος συλλογισμός έχει ένα πρόβλημα. Η ιστορία έχει δείξει, και δείχνει, ότι η μεσαία τάξη σε απότομη κάθοδο σπανίως γίνεται μεταρρυθμιστική, ανοιχτή, δημιουργική. Συνήθως γίνεται χρυσαυγίτικη. Και αυτοκτονεί πανηγυρικά.