- διαχωρίζει απόλυτα τους υπαλλήλους από τους εργατοτεχνίτες (με γενναιοδωρία προς τους πρώτους και αδιαφορία προς τους δεύτερους)
- νομοθετεί εξαντλητικά για κάθε υποσημείωση προνομίου των προνομιούχων, ενώ παράλληλα αφήνει εκτεθειμένες μεγάλες μερίδες εργαζομένων (με μπλοκάκι, με πολύ περισσότερες ώρες από αυτές της σύμβασής τους ή που εργάζονται και δεν φαίνονται πουθενά)
- εμποδίζει την είσοδο νεότερων ανθρώπων και όσων προσπαθούν να γυρίσουν στην αγορά ύστερα από απουσία.
- συζήτηση διεξάγεται σαν να μιλάμε για μια άλλη χώρα που κινδυνεύει από έναν «νέο Μεσαίωνα». Εδώ, σε αυτή την αγορά εργασίας:
- γίνεται «ταξικός πόλεμος» επειδή η αποζημίωση όσων εργάζονται για 28 χρόνια στον ίδιο εργοδότη αντί να είναι 24 μισθοί γίνονται 12, και ως μεταβατικό μέτρο μπορούν να φτάσουν στους 16 - μόνο που οι επιπλέον των 12 θα έχουν «πλαφόν» τα δύο χιλιάδες ευρώ...
- όσοι πλειοδοτούν σε φιλεργατισμό δεν ενοχλούνται που η αποζημίωση των εργατοτεχνιτών με 30 χρόνια προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ήταν πάντα λιγότερη από 7 μηνιάτικα! Στην Ελλάδα η μέση διάρκεια απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη είναι 9-10 χρόνια. Τα 28 χρόνια των χαρακωμάτων του ταξικού πολέμου αφορούν κοντά στο 5% που δουλεύουν σε προστατευμένους κλάδους.
Με την ανεργία των νέων στο 50%, εξακολουθούμε να βλέπουμε τον κατώτατο μισθό ως εργαλείο που θα αυξήσει τις αποδοχές των βολεμένων. Δηλαδή σαν σκαλωσιά πάνω στην οποία πατάνε για να αυξήσουν τις αποδοχές τους, πέρα από αυτό που ορίζει η συλλογική τους σύμβαση.
Ομως, ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να κουβαλάει πολυετίες, επιδόματα γάμου, επιδόματα καυσόξυλων, ακριβώς επειδή πρέπει να είναι κατώτατος. Δηλαδή, ακριβώς επειδή οφείλει να καθορίζει το ελάχιστο ποσό που θα δικαιούται κάποιος ή κάποια χωρίς προϋπηρεσία, χωρίς ειδικότητα, χωρίς άλλα προσόντα - κάποιος/α που πρωτομπαίνει στην αγορά εργασίας. Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων καλύπτεται από κάποια από τις 200 συλλογικές συμβάσεις (οι οποίες έχουν επίδομα γάμου, που δεν αμφισβητείται). Οπου υπάρχει θεσπισμένος κατώτατος μισθός στην Ευρώπη είναι γυμνός - έτσι ώστε να διασφαλίζει τα ελάχιστα χωρίς να εμποδίζει την πρόσληψη.
Οσο για τον αποφασιστικό ρόλο του κράτους στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, δεν είναι παράξενος ούτε εκκεντρικός: σχεδόν παντού όπου υπάρχει κατώτατος μισθός στην Ευρώπη, αυτός προσδιορίζεται από το κράτος. Αυτό απαντάει και στα μισόλογα περί επεκτασιμότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε μη καλυπτόμενους κλάδους και εργοδότες: αφού αποφασίζει το κράτος, τότε η κάλυψη ισχύει για όλους.
Και μια σκέψη περί του επιδόματος γάμου. Το επίδομα αυτό εξυπηρετεί μια εντελώς παρωχημένη κοινωνική κατάσταση: ο άνδρας εργάζεται και η γυναίκα στην κουζίνα. Δίνει κάτι παραπάνω σε εκείνον που έχει κι άλλο άτομο να θρέψει - ο παλιός «κοινωνικός μισθός». Μα δεν ζούμε πλέον στην εποχή του άνδρα-κουβαλητή και της γυναίκας-νοικοκυράς. Ολοένα και περισσότεροι ζουν σε νοικοκυριά με δύο εργαζομένους, συνήθως σε σχέση γάμου.
Σε αυτή την περίπτωση η χορήγηση επιδόματος γάμου αδικεί εκείνους και εκείνες που ζουν μόνοι/ες τους. Και αδικεί, συλλήβδην όλες τις γυναίκες, συντηρώντας ένα καθεστώς που τις βλέπει ως «εξαρτώμενα μέλη». Τελικώς, αν η κοινωνία επιθυμεί να υποστηρίζει τους παντρεμένους για να παραδειγματίζει τους μοναχικούς, ας το κάνει μέσω της κοινωνικής πολιτικής και όχι από το ταμείο της επιχείρησης - που θα μπορούσε για κάθε 10 παντρεμένους να κάνει και άλλη μια πρόσληψη...