Και τι είπε η ποιήτρια; Ότι δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη, τόσοι πολλοί που είναι, πιάνουν και τα παγκάκια, δεν βρίσκεις να καθίσεις στην πλατεία, άσε που κλέβουν και φοβάται να βγει από το σπίτι της, α-πα-πα! χάλια. Εντάξει δεν χρειαζόταν να είσαι διακεκριμένη ποιήτρια για να πεις τέτοια. Τα λένε κάθε μέρα γριές στο τρόλεϊ για να πιάσουν κουβέντα. Κι ούτε καν όλες, κάμποσες έχουν καταλάβει ότι δεν μπορείς να γενικεύεις έτσι και συγκρατούνται».
Σε άλλο σημείο του άρθρου της η Άννα Δαμιανίδη στέκεται στην προσπάθεια του Μένη Κουμανταρέα και του Μενέλαου Καραμαγγιώλη να προστατέψουν την ποιήτρια απ' το να εκτεθεί περαιτέρω: «"Στην Κυψέλη μένουν κυρίως οικογενειάρχες που προσπαθούν να ενσωματωθούν", είπαν οι άνθρωποι προσπαθώντας να αλλάξουν κουβέντα.
Σιγά, σιγά σηκωθήκαμε να φύγουμε, το έργο το είχαμε ξαναδεί. Περιμέναμε από μια διακεκριμένη ποιήτρια κάτι πιο βαθύ, πιο ανθρωπιστικό; Κάτι φωτεινό που θα βοηθούσε τη συνύπαρξη με τους μετανάστες, που θα μαλάκωνε τους ανθρώπους; Λάθος μας!
Η ποιήτρια επιβεβαίωσε ότι στην Ελλάδα η μπαναλιτέ του ξενοφοβικού λόγου δεν γνωρίζει σύνορα, ταξικά και άλλα. Με άνεση μπορείς να γενικεύεις, να βγάζεις το ρατσισμό σου χωρίς άγχος, ακόμα και δημόσια, ακόμα και σε πρωτοποριακές συναντήσεις γνωριμίας μς το χώρο και τους γείτονες. Αλίμονο, τι είναι η πολιτική ορθότης για μια ποιήτρια που έφτασε στην κορυφή; Ξενέρωτες αμερικανιές».
Πηγή: lifo.gr