Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Λήμνος>>Τα Χριστούγεννα του Αποστόλη. Mια αληθινή ιστορία

the roots web banners 06

Τα Χριστούγεννα του Αποστόλη. Mια αληθινή ιστορία
13.12.2024 | 06:29

Τα Χριστούγεννα του Αποστόλη. Mια αληθινή ιστορία

Συντάκτρια:  Δέσποινα Βασιλειάδου
Κατηγορία: Λήμνος

Γράφει, η Βαρβάρα Βλαχοπούλου*

Το γλυκό φίλημα της μέρας τον έβρισκε κάθε πρωί εκεί …στην άκρη του γιαλού ..εκεί που το κύμα εναπόθετε ευλαβικά το απαύγασμα των εσπερινών του Αγιονόρους. Είχε πάντα την πλάτη γυρισμένη στην Ανατολή, έτσι ώστε σαν άρχιζε ο ήλιος να μεστώνει και να ρίχνει σκιές ,να τις έχει μπροστά του …να τις ελέγχει. Μακάρι και να τις έβλεπε να σπαρταρούν και να ξεψυχούν σα τα σκατζογούπια και τις μαρίδες στα δίχτυα της πρωινής καλάδας που τραβούσαν με τα χέρια οι ψαράδες στο γιαλό!

Με τις έγνοιες φωλιασμένες στο λειψό του μυαλό και το παράπονο να φουσκώνει στο στήθος, ανέπνεε τον ορθρινό αμόλυντο αγέρα του Ρωμέικου γιαλού από όπου κι αν φυσούσε. Ο αγέρας δεν τον φόβιζε …οι σκιές τον τρόμαζαν. Αυτές που ξεμυτούσαν εκεί γύρω στο μεσημέρι από το μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς . Σα φύσαγε η τραμουντάνα κατέβαζε τη γκριζωπή του τραγιάσκα ίσαμε τ’ αυτιά, μη του την πάρει ο αγέρας. Του έπεφτε λίγο μεγάλη, ήξερε καλά πως σε λίγο θα την κυνηγούσε μέχρι τη Βόντελα ή θα σκαρφάλωνε επάνω στη μουριά για να την πιάσει, αλλά αυτός επέμενε να την φορά…. δεν την αποχωρίζονταν ποτέ χειμώνα καλοκαίρι.

Η κυρά Μαγδαληνή του είχε πλέξει ένα χοντρό σκούφο για να σκεπάζει τα αυτιά του να μη κρυώνουν, αλλά ο Αποστόλης δεν τον φορούσε. Κόκκινος σκούφος; Που ακούστηκε τέτοιες εποχές; Α πα πα πα κουκουέδικο ρούχο δε θα φορούσε ποτέ . Θα ήταν σα να επιβεβαίωνε το ανεπιθύμητο…το μισητό. Αποζητούσε στέγη νόμιμη στην κεφαλή του. Κεραμύδι πολιτικά νόμιμο. Η παρανομία οδηγούσε στη φυλακή. Ύστερα τι τον ήθελε τον σκούφο;

«Για να σκεπάγζς τ´αυτιά´ς αγόριμ, να μη κρυγιόνε» επέμενε η κυρά Μαγδαλινή….. μα εκείνος δε τον ήθελε. Με σκεπασμένα τα αυτιά θα ένιωθε εντελώς απροστάτευτος. Ήθελε να τις ακούει τις σκιές …γιατί οι σκιές μιλούσαν.

Δύσκολη «νύχτα» η ζωή για τον Αποστόλη. Γιατί να μη μπορεί κι αυτός να πει ένα τραγούδι σαν τον Μασούργια….ή να τραβήξει έναν αμανέ σαν τον .ανατολίτη παπλωματά του νησιού…. ή να σιγοψιθυρίσει ένα από εκείνα τα Σμυρνιά του Παράσχου …να ‘λάφρωνε βρε αδερφέ λίγο το βάρος της ψυχής του. Επιθυμούσε συγκάτοικο στο μοναχικό παγκάκι της μοναξιάς του, κάποιον που να του μιλούσε και να άδειαζε. Μα πως; Ήταν μουγγός από γεννησιμιού του ο δόλιος και στην προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει έβγαζε άναρθρες κραυγές και τα σάλια του μούσκευαν τα αποφόρια που σκέπαζαν το ραχιτικό κορμί του. Ίσως κατάψυχα επιθυμούσε να ήταν και κουφός …κωφάλαλος που λένε… Έτσι δε θα άκουγε τους εμπαιγμούς των «λαλίστατων» που είχαν το βίτσιο να τον ενοχλούν και να γίνουν οι μαύρες του σκιές. Αυτοί που κρύβονταν πίσω από τοίχους και χαλάσματα και του ξεφώνιζαν όσο γινόταν πιο δυνατά για να τους ακούσουν ανερυθρίαστα οι ίδιοι τους οι εαυτοί και να νιώσουν τι; αλήθεια… τι;

«Πίπη Λούλη Σαλιάρρ Αποστόλλ κουκουέ» ήταν το κογιονάρισμα που «αγαλίαζε» την ψυχή τους και έκανε ταύρο σε υαλοπωλείο τον δύστυχο μουγγό. Έπιανε όποια πέτρα έβρισκε μπροστά του και την εκσφενδόνιζε στοχεύοντας κούφιες κεφαλές. «Μη τους δίνεις σημασία τον συμβούλευαν οι προστάτες του» αλλά ο Αποστόλης δεν άκουγε κανέναν. Στη λέξη κουκουές αντιδρούσε σαν ένοχος, σαν κατατρεγμένος. Κανείς δε μπορούσε να ξεδιαλύνει αν είχε συλλάβει την ιδεολογική σημασία της λέξης. Στο ασήμαντο μυαλό του είχε χωρέσει η παρανομία και φοβόταν την τιμωρία της. Νόμιζε ο δόλιος πως με τη λέξη αυτή του φόρτωναν την υπευθυνότητα του κόσμου όλου. Ασήκωτο το βάρος του «κουκουέ» εν μέσω εμφυλίου. Κατά βάθος ο δύσμοιρος φοβόταν τη φυλακή και την εξορία.

Έτσι το οριστικό νόημα που είχε εντάξει στη ζωή του ήταν η απαλλαγή του από τις σκιές. Αυτό το «Πίπη Λούλη σαλιάρρ κουκουέ» είχε καταντήσει ο νυχτερινός και ημερινός του εφιάλτης .Κοιμόταν και ξυπνούσε με τον φόβο του εμπαιγμού και ενώ στον κόσμο της γειτονιάς που τον είχε «υιοθετήσει» κατά κάποιον τρόπο σκορπούσε απλόχερα το χαμόγελο της καλοσύνης και της ευγνωμοσύνης του, στους εμπαιχτές του, γινόταν θεριό ανήμερο .Τους πετροβολούσε κι όποιον πάρει ο χάρος. Μα ο χάρος δεν πρόλαβε ποτέ να πάρει κανέναν. Τον προλάβαινε πάντα ο κυρ Θανάσης, που μόλις έβλεπε τους μπιλιαρδόρους να βγαίνουν από τον καφενέ του κι άκουγε τις φωνές και την πετροβολάδα, έβγαινε και μάζευε στη φωλιά του τον οργισμένο Αποστόλη που σαν ροτβάιλερ άφριζε και ζητούσε αίμα.

Ναι, υπήρχε τέτοια φωλιά για τον Αποστόλη, ήταν η υφαντοντυμένη κουζίνα της κυρά Κοκώνας με τα κάτασπρα μακάτια στον καναπέ και τη μυρωδιά της φασολάδας να ψήνεται στη ξυλόσομπα.

Ένα πιάτο φαγητό το είχε πάντα ο μουγγός. Πότε από την κυρά Λένη που φρόντιζε και τα καλούδια του… πότε από την κυρά Μαρία, την Τότα, την Μαγδαληνή και πάντα από την κυρά Κοκώνα τη Σαβούρενα που καθώς η ίδια δεν είχε παιδιά, της περίσσευαν και τα κανακέματα.

Εκείνη τη μέρα είχε παραγίνει το κακό. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, οι μπιλιαρδόροι είχα αυξηθεί, οι νοικοκυρές ζούσαν στον οργασμό των ετοιμασιών κι ο μπάρμπα Θανάσης με την κυρά του την Κοκώνα ,άνθρωποι του θεού, είχαν πάει στην εκκλησιά να μεταλάβουν των αχράντων. Ο πετροβολισμός είχε αρχίσει για τα καλά. Πήρε είδηση η κυρά Λένη και τους έδιωξε κακήν κακώς. «Σα δε ντρέπεστε κοπρόσκυλα μαντραχαλάδες… ξεκουμπιστείτε από δω, αφήστε ήσυχο τον Αποστόλη αλλιώς θα φωνάξω τον χωροφύλακα να σας μαζέψει». Επίτηδες ξεφούρνισε με στόμφο κιόλας τη λέξη τη σωστή και μάζεψε τον μουγγό στη κουζίνα μας.

Ο Αποστόλης στο άκουσμα της λέξης χωροφύλακας ήρθε και γαλήνεψε. Αυτό ήθελε. Νοηματοδότησε τη φυλακή σταυρώνοντας τους καρπούς των χεριών του και στο πρόσωπο του έκαμε την εμφάνισή της η ικανοποίηση της εκδίκησης. Αυτό επιθυμούσε η ψυχούλα του. Να τους δει όλους στη φυλακή σαν τους κουκουέδες. Ναι εγώ δεν είμαι κουκουές νοηματολογούσε συνέχεια. Νόμιζε πως τον αμφισβητούσαμε. Να απαλλαγεί από τις σκιές και τα κακά ονείρατα ήθελε.

«Τι είναι καλέ μαμά ο κουκουές;» τόλμησα κι εγώ. «Να ‘τα μας τώρα… δε μας έφτανε ο Αποστόλης έχω και του λόγου σου. Άντε πάρτε από μια λαμαρίνα μελομακάρονα και πηγαίνετε στο φούρνο να προλάβουμε τη φουρνιά. Με τούτα και με κείνα χάσαμε τη μέρα σήμερα» είπε η μάνα και μας φόρτωσε τις λαμαρίνες «Να τον προσέχεις». Κι εγώ καμαρωτή ανέλαβα ίσαμε το φούρνο της γειτονιάς την ευθύνη ενός υποτιθέμενου κουκουέ…χωρίς να ξέρω τι σημαίνει.

Μεθαύριο θα γεννιόταν ο Χριστός. Όλη η γειτονιά σε αναβρασμό. Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα γιορτινά τραπέζια κι εμείς τα μικρά στολίζαμε κλωνάρια από κουκουναριές και τα βράδια παίζαμε Τόμπολα και Πα ‘ρτα όλα.

Τα δώρα του Αποστόλη ήταν από μέρες φροντισμένα. Η κυρά Κοκώνα του έπλεξε τα γάντια, η κυρά Βοτώ ένα ζευγάρι κάλτσες από λευκό μαλλί για τα κρυοπαγήματα και η κυρά Μαγδαληνή επέμενε στον σκούφο, μόνο που τούτη τη φορά διάλεξε ένα μαλλί σε χρώμα χακί στρατιωτικό, μόνο και μόνο να πειστεί πως είναι πατριώτης και να τον φορέσει. Του είχαν ετοιμάσει κι ένα καλάθι με μήλα, μανταρίνια, καρύδια και χριστουγεννιάτικα γλυκά. Ανήμερα θα του τα έδιναν. Έτσι για να καταλάβει τη μέρα του κι αυτός… να νοιώσει πως γεννιέται ο Χριστός, το σύμβολο της Αγάπης.

Πως όμως να χωρέσει σε ένα λειψό μυαλό πως η αγάπη είναι μία και μοναδική; Πως η αγάπη δεν έχει στρατόπεδα, από δω οι καλοί κι από κει οι κακοί; Εκείνος από τη μια είχε τη φάτνη που του πρόσφερε η γειτονιά κι από την άλλη τον εμπαιγμό, την εκμετάλλευση της αναπηρίας του και τις σκιές. Και δυστυχώς από κει έγερνε η ζυγαριααά Είχαν ασήκωτο βάρος οι σκιές!

Έτσι την παραμονή, την ώρα που οι νοικοκυρές μέλωναν τα μελομακάρονα για το αυριανό γιορτινό τραπέζι….ο Αποστόλης άφαντος…. Το είχε μελετήσει από βραδύς. Στη γνωστή σούδα που χώριζε το σπίτι του Ραυτόπουλου με το χάλασμα της Μελπάρας είχε μαζέψει ένα σωρό πέτρες και περίμενε. Όπου να ‘ναι θα ξεμυτούσαν οι μπιλιαρδόροι. Ο ψυχικός του ταλανισμός τον ξεσήκωνε … δεν άντεξε να τους περιμένει. Του ήρθε απελπισιά. Έβαλε στις τσέπες του όλες τις πέτρες και χωρίς δεύτερη σκέψη φορτώθηκε την ξετσιπωσιά της μοίρας του και με μια αδήλωτη ως τα τώρα λεβεντιά, τράβηξε προς τον γιαλό. Δεν άντεχε άλλο τούτο το βάρος που του φόρτωσε η κακοτυχιά του…Λαχταρούσε το ξαλάφρωμα από τον φόβο και την προσβολή. Τράβηξε το σκοινί της βαρκούλας του κυρ Θανάση, ανέβηκε πάνω, το λασκάρισε ίσαμε την άγκυρα και βούτηξε. ΟΧΙ δε φώναξε βοήθεια…δεν ήξερε να φωνάζει, μα ούτε να νοηματοδοτήσει ήθελε πια.. Τόσα χρόνια που το έκανε τι κατάλαβε; Αυτοί που τον βασάνιζαν δεν τον κατάλαβαν ποτέ. Γιατί; Γιατί…. τόσοι ήταν!

Μια παρέα μικρών κοριτσιών που έψελναν τα κάλαντα στη γειτονιά άκουσαν το Μπλουμ, γύρισαν …είδαν …κι άρχισαν να φωνάζουν. Βοήθεια …βοήθεια …ο μουγγός στη θάλασσα …πνίγεται. Οι φωνές τρύπησαν τ’ αυτιά της κυρά Μαγδαληνής, που εκείνη την ώρα έβαζε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού της . Πέταξε το μαύρο της παλτό στο κύμα που άφριζε, ‘λάφρωσε τα ποδάρια της από τις γαλότσες κι έπεσε στα παγωμένα νερά του Ρωμέικου γιαλού. Ίσαμε το λαιμό της ήρθε το νερό. Αν το σκοινί της βάρκας ήταν μακρύτερο δε θα μπορούσε να τον πλησιάσει. Δεν ήξερε να κολυμπά κανένας απ’ τους δυό. Ευτυχώς ίσα ίσα πάτωναν. Τον έπιασε από το γιακά. Ένοιωσε της ανάσας του την άχνα. Τον έσυρε εκεί που σκα το κύμα «Ανάθεμά σας κοπρόσκυλα» μουρμούρισε. Στη σκέψη πως μπορούσαν να είχαν πνιγεί κι οι δυο Χριστουγεννιάτικα, έφτυσε σάλιο χολής πάνω στη νοτερή αμμουδιά και με όλη τη δύναμη της φωνής της να την ακούσουν απ’ τα βάθη των αιώνων ακόμα και οι Ενετοί του Κάστρου… επανέλαβε «Ανάθεμά σας κοπρόσκυλα». «Και συ χριστιανή μου μουρμούρισε στον εαυτό της, τόσα χρόνια με τη θάλασσα στα ποδάρια σου να μη ξέρεις να κολυμπάς;»

Ναι… δεν ήξεραν να κολυμπούν τα χρόνια εκείνα οι γυναίκες. Ήξεραν να μελώνουν μελομακάρονα για τα σπουργίτια που ράμφιζαν το τζάμι τις παραμονές των Χριστουγέννων… Καλά Χριστούγεννα!

 

*Το διήγημα της Βαρβάρας Βκαχοπούλου, δημοσιεύτηκε στο fractalart.gr

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos pccom

 

youtube channel