Από μικρά περνάγαμε τουλάχιστον ένα τετράμηνο τον χρόνο στο νησί, ήταν εκεί η γιαγιά και ο παππούς. Στο σπίτι του παππού υπήρχε μια αποθήκη με διάφορα καλοκαιρινά παιχνίδια, ρακέτες, πλαστικά σωσίβια, και με το που φτάναμε η έγνοια μου ήταν να χωθώ εκεί και να τα βγάλω όλα έξω. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά της μούχλας και του πλαστικού.
• Η Λήμνος είχε για μένα δύο ταχύτητες: από τη μια τη Μύρινα, το κέντρο, όπου ήταν το σπίτι της γιαγιάς. Όποτε κοιμόμουν εκεί και είχα φίλους κοντά, με κάποιους από τους οποίους ακόμα κρατάω επαφή. Το παλιό σπίτι του παππού, από την άλλη, στον Κοντιά δεν είχε ρεύμα, βγάζαμε το νερό από τη στέρνα με τον κουβά και εκεί ουσιαστικά περνούσαμε τον καιρό μας, γιατί ήταν πιο εξωτικά και τους άρεσε πολύ. Ανάβαμε το βράδυ τις λάμπες πετρελαίου, πλέναμε τα ρούχα στη σκάφη, όλο αυτό ήταν ως έναν βαθμό μαρτύριο για μένα και την αδελφή μου. Τώρα είναι μια φοβερά γοητευτική ανάμνηση, το ότι ζούσαμε για τέσσερις μήνες σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα και ήμασταν συνεχώς στην εξοχή.
Είναι ξερόνησο η Λήμνος, δεν έχει καθόλου βλάστηση, ιδίως το καλοκαίρι. Τα ζώα τρώνε τα δέντρα. Ο παππούς Ευριπίδης, όμως, γύρω από το σπίτι είχε φυτέψει με τα χέρια του άπειρα δέντρα, συκιές, αμυγδαλιές, φιστικιές, ό,τι μπορείς να φανταστείς, τα οποία τα περιέφραξε, τα φρόντιζε και τα πότιζε με έναν κουβά που τον γέμιζε από το πηγάδι παραπέρα. Είχε φυτέψει ίσως και 150 δέντρα σε ένα νησί που δεν έχει δέντρα! Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και τώρα, που μένει μόνιμα εκεί ο πατέρας μου, έβαλε ελιές.
Tα πλάσματα που φτιάχνω και θέλω να έχω απέναντί μου, όταν τα βλέπω στον καθρέφτη, θέλω να με γαργαλάνε, να κάνουν κάτι αστείο, να αποτυγχάνουν, να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Το χιούμορ μου δεν είναι καυστικό, σαρκαστικό. Είναι βαθιά προσωπικό, το γέλιο και η ειρωνεία στρέφονται στον εαυτό μου 100%.
• Η πρώτη μου καλλιτεχνική επιρροή, που μέχρι και τώρα διαφαίνεται στη δουλειά μου, προέρχεται από τη δασκάλα που μας έκανε θέατρο στην ΣΤ’ Δημοτικού, τη Μαρία Χρυσομάλλη-Κατζουράκη, αδελφή του Κυριάκου Κατζουράκη, που έφυγε πρόσφατα, και πρώην γυναίκα του Μίμη Χρυσομάλλη. Πήγαινα στη θεατρική της ομάδα κάθε χρόνο. Λόγω του Μίμη, η Μαρία είχε ζήσει την επιθεώρηση που έκαναν τότε ο Φασουλής, η Παναγιωτοπούλου, η Αδαμάκη, και μας το μετέδιδε όλο αυτό. Μπορεί να κάναμε Τσέχοφ ή Γκόγκολ και ήταν συνέχεια με μια περούκα, με ένα κραγιόν, για να μας βάφει, με κάτι σαλβάρια, για να μας ντύνει, φτιάχναμε όλοι μαζί τα σκηνικά. Ήμασταν σε ένα πολύ μικρό θεατράκι που ήταν και γυμναστήριο, οπότε παίζαμε συνεχώς μετωπικά.
Όλα αυτά τα στοιχεία τα βλέπω στη δουλειά μου και ξέρω ότι προέρχονται από τότε, από το στυλ που είχε η Μαρία ως δασκάλα, που ήταν και η ίδια «κουν-ική», ήξερε τους ανθρώπους του Θεάτρου Τέχνης, παρακολουθούσε τις παραστάσεις, αντιλαμβανόταν αυτό που ήθελε να κάνει ο Κουν, το πιο γκροτέσκο και πιο βιωματικό. Ταυτόχρονα ήταν στις πρόβες του άντρα της και μας τροφοδοτούσε με το DIY των επιθεωρήσεων, ακόμα κι αν κάναμε τον «Οδυσσεβάχ» της Καλογεροπούλου.
• Η Μαρία μού έλεγε «είσαι κουν-άκι». Δεν έδωσα πουθενά αλλού, γιατί πέρασα αμέσως στο Τέχνης. Ήταν πολύ σπουδαία τα εργαλεία που μας δόθηκαν εκεί, όσον αφορά το κλασικό θέατρο. Ο Μίμης Κουγιουμτζής με τσίμπησε και με τράβηξε στο Υπόγειο της Πεσμαζόγλου από το τέλος του πρώτου έτους. Καθάριζα, έκανα ταξιθεσία, αρχειοθέτηση στα προγράμματα, έβλεπα παλιότερες παραγωγές, φωτογραφίες, διάβαζα κείμενα, βοηθούσα backstage, ήμουν βοηθός φωτιστή, σκηνοθέτη…
Αυτά τα τρία χρόνια ήταν σπουδαίο σχολείο, επειδή ζούσα μέσα στο Υπόγειο. Έμαθα από το πώς καθαρίζουμε τη σκηνή μέχρι το πώς προγραμματίζουμε τα φώτα. Όταν ο Μίμης με έβαλε βοηθό του σε μια παράσταση όπου έπαιζε ο ίδιος μαζί με τη Λένα Κιτσοπούλου, στην «Αρρώστια του θανάτου» της Μαργκερίτ Ντιράς, μου γεννήθηκε η ιδέα ότι μπορώ να το κάνω, να κάτσω απέξω. Το είχα συζητήσει και μαζί του και μου είχε πει «το βλέπω σ’ εσένα ότι μπορείς να γίνεις σκηνοθέτης».
• Με τη μεταφράστρια του έργου Κυβέλη Μαλαμάτη-Βερνιέ, που δυστυχώς έχει φύγει κι αυτή από τη ζωή, κάπως γίναμε φίλοι. Άρχισε να μου μιλά για την Πίνα Μπάους, που τη γνώριζε προσωπικά, τον Ρόμπερτ Γουίλσον, ανθρώπους που δεν ήξερα. Πάνω σ’ εκείνη τη φάση, που εγώ έψαχνα να δω τι θα κάνω μετά το Τέχνης, πήγα στη Νέα Υόρκη να δω έναν φίλο μου, τον Γιώργο Μάτσκαρη, και έπαθα έρωτα με την πόλη.
Αρχίζει να τριβελίζει στο μυαλό μου η σκέψη πώς θα γινόταν να μείνω στην πόλη και να γίνω σκηνοθέτης. Ένας φίλος μού ψιθυρίζει κάτι για ένα πανεπιστήμιο, το Brooklyn College, το «Harvard των φτωχών», που δεν ήταν στο επίπεδο του Columbia, δηλαδή απλησίαστο για μένα. Τσίμπησα και την υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση το ’98, μόλις τελείωσα από το Τέχνης, και πήγα. Έχοντας πάρει την άδεια του Μίμη, έπαιζα στο παιδικό της Ξένιας στο Πόρτα, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, και τότε έμαθα ότι με πήραν. Το master διαρκούσε δύο χρόνια, αλλά εγώ επίτηδες δεν έδωσα τη διπλωματική μου τον δεύτερο χρόνο, για να παρατείνω τη βίζα μου, και τα δύο χρόνια έγιναν τέσσερα.
Επειδή το Brooklyn College είχε πολύ στενή συνεργασία με το BAΜ (Brooklyn Academy of Music), ήταν τότε το μόνο μέρος στη Νέα Υόρκη όπου μπορούσε κανείς να δει σύγχρονο διεθνές θέατρο και ό,τι άλλο υπήρχε στη φεστιβαλική σκηνή. Σε ένα από τα μαθήματα γνώρισα μια κοπέλα που δούλευε στο BAΜ, η οποία κατάλαβε το ύφος μου και με το που ερχόταν ένας καλλιτέχνης που θεωρούσε ότι εγώ ήμουν κοντά στην αισθητική του, με πρότεινε.
Έτσι στάθηκα για φώτα στον Γουίλσον, έτσι πέρασα από τη σκηνή της Πίνα Μπάους και έκανα τη φώκια στο «Masurca Fogo» – η οποία μου είχε πει «το κάνεις ωραία, αλλά κουνιούνται πολύ τα δόντια, να τα κουνάς λιγότερο». Μετά από χρόνια, βρέθηκα να παίρνω το Pina Bausch Fellowship, πήγα στο Βούπερταλ και συνάντησα τον γιο της, τον Σάλομον. Του είπα την ιστορία και του έδειξα ένα πολύ συγκινητικό σημείωμα που μου είχε γράψει η Πίνα σε ένα πρόγραμμα.
• Το 2003 επέστρεψα στην Αθήνα για να πάω φαντάρος. Ζήτησα παραμεθόριο για τη Λήμνο. Τότε προετοίμαζε ο Παπαϊωάννου τους Ολυμπιακούς και ενώ είχα δηλώσει συμμετοχή και με είχαν διαλέξει, δεν με αφήσανε από τον στρατό να πάω. Μετά έκανε οντισιόν για το «Δύο» και έτσι ξεκίνησα να δουλεύω με τον Δημήτρη. Έπειτα συνέχισα και στο «Μέσα» και στο «Πουθενά». Στις πρόβες του Δημήτρη αρχίζω να βλέπω τον τρόπο, τη μέθοδο, που ίσως θα μπορούσα να φτιάξω κάτι δικό μου. Εν τω μεταξύ, για να επιβιώνω, δούλευα και σε σίριαλ. Έπαιξα στις «Γοργόνες», στα «Παιδιά της Νιόβης», στα «Σαράντα Κύματα», στο «Κόκκινο Δωμάτιο», σε διαφημίσεις της Cosmote, της Τράπεζας Πειραιώς…
Η τελευταία φορά που παρουσιάσαμε τους «Τιτάνες» ήταν στη Μαδρίτη, τον Φεβρουάριο του ’20, λίγο πριν από το πρώτο lockdown. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Το «Relic» φτιάχτηκε το 2012 εν μέσω της κρίσης, σε μια στιγμή που κι εγώ περνούσα μια προσωπική κρίση και ήθελα να δημιουργήσω κάτι που θα ερμήνευα και θα σκηνοθετούσα ο ίδιος, έτσι σε περίπτωση οποιασδήποτε αποτυχίας θα είχα μόνο τον εαυτό μου να κατηγορώ. Παρότι πήρε δύο χρόνια για να γίνει, με έναν πολύ στενό κύκλο συνεργατών και μηδέν μπάτζετ, μου δόθηκε η ευκαιρία σε αυτήν τη δύσκολη, και προσωπικά, στιγμή ‒διότι έλεγα ότι αν δεν λειτουργούσε αυτό, θα άλλαζα δουλειά‒, να βρω μια γλώσσα που δεν ήξερα ότι είχα.
Όταν το «Relic» πήγε τόσο καλά και το ενδιαφέρον των φεστιβάλ άρχισε να αυξάνεται ‒«ωραίο ήταν, αλλά τώρα τι ετοιμάζεις;»‒, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να φτιάξω ένα έργο για το οποίο θα διπλάρωνα έναν συνάδελφο, για να δω αν αυτή η γλώσσα μπορεί να μεταγγιστεί σε κάποιον άλλο. Αφού με τους «Τιτάνες» είδα ότι, μοιραζόμενος αυτό το ιδιαίτερο λεξιλόγιο, κάπως το πράγμα λειτουργεί και συνεχιζόταν το ενδιαφέρον, άρχισα να φαντάζομαι ένα έργο μεγαλύτερης κλίμακας, με περισσότερα άτομα, για να δω αν η γλώσσα αυτή αντέχει να γιγαντωθεί αλλά και πόσο αντέχει το σκηνικό σύστημα που προτείνω, που δεν είναι ούτε χορός, ούτε θέατρο, ούτε περφόρμανς, ούτε τσίρκο, δανείζεται όμως απ’ όλες τις παραστατικές τέχνες, ακόμα και από τον κινηματογράφο ή το μπουρλέσκ.
Μετά τους «Τιτάνες» αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε η σκηνική αυτή γλώσσα να γιγαντωθεί, να μεταγγιστεί σε μία ομάδα δέκα ερμηνευτών και να παιχτεί σε μεγαλύτερες σκηνές, και οδηγηθήκαμε στην πιο μεγάλη διεθνή συμπαραγωγή μας, το «Elenit». Εγώ δεν βλέπω αυτά τα έργα ως τριλογία, ως έργο σε τρία μέρη, έτσι προέκυψε, ήταν τρία σκαλοπάτια, τρία πατήματα, γι’ αυτό και είμαι περίεργος να δω προς τα πού θα πάει το επόμενο, γιατί δεν μοιάζει να είναι η φυσική συνέχεια του «Elenit».
• Οι «Τιτάνες» πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ε’ της Πειραιώς, σε έναν σχετικά μεγάλο χώρο, και με παρόμοιο τρόπο ανέβηκαν στο Χονγκ Κονγκ, στο Μόντρεαλ, σε λίγο μεγαλύτερα θέατρα. Το προνόμιο που έχει η Πειραιώς είναι ότι η σκηνή είναι στο ίδιο επίπεδο με τον θεατή και από κει και πάνω αναπτύσσεται το κοινό. Έχουμε υπάρξει και σε θέατρα με ιταλική σκηνή, όπου η θέαση αποκτά άλλη διάσταση. Μέχρι να κάνω το «Elenit» ήμουν σίγουρος ότι τα έργα μου είναι μικρής κλίμακας και λειτουργούν μόνο σε μικρούς χώρους, ότι ο μεγαλύτερος χώρος, ενώ μπορεί να προσφέρει στην εικόνα, ίσως αφαιρεί από την οικειότητα με τον θεατή. Στο «Elenit» κατάλαβα ευτυχώς ότι αυτό μπορεί να σπάσει και να είναι απλώς μια δική μου φοβία. Επομένως τώρα, με μεγάλη χαρά, αποφασίσαμε να ανοίξουμε την πλατεία στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.
• Η τελευταία φορά που παρουσιάσαμε τους «Τιτάνες» ήταν στη Μαδρίτη, τον Φεβρουάριο του ’20, λίγο πριν από το πρώτο lockdown. Η παράσταση από το ’17, που ξεκίνησε, μέχρι τότε, άλλαζε διαρκώς, από λίγο. Για εμάς όμως, αν και σχεδόν αόρατες, ήταν ουσιαστικές οι διαφορές. Ήθελα να ταράξω λίγο τα νερά και να θυμηθούμε πώς ξεκινήσαμε, πώς ήταν το σώμα μας το ’17, γι’ αυτό αποφάσισα να δούμε την πρώτη παράσταση που είχε γίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Με το που βλέπεις την αρχική βερσιόν καταλαβαίνεις τις πρώτες προθέσεις και βλέπεις τις ατεχνίες, ενώ συνειδητοποιείς ότι κάποια πράγματα που νόμιζες ότι έπρεπε να τα απαλύνεις, να τα εξαλείψεις ή να τα βελτιώσεις, είχαν μια χάρη που έχει ενδιαφέρον να τη φέρεις πίσω. Νιώθω ότι μεγαλώνουμε κι εμείς με το έργο μας, ότι ωριμάζουμε παρέα, η ερμηνεία, οι χαρακτήρες, μπορεί να γίνεται πιο βαθύ το έργο, κι αυτό κάπως με ιντριγκάρει, παρότι η φυσική εξέλιξη είναι το σώμα να σε εγκαταλείπει με τα χρόνια και να μην μπορεί να κάνει τα κόλπα και τις δεξιότητες που ίσως έκανε πριν.
Στο νέο ανέβασμα των «Τιτάνων» θα υπάρχουν στοιχεία που έχουν να κάνουν με το πού βρισκόμαστε όλοι μας, και εγώ, μέσα στο σύνολο αυτό. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Ο συμπαίκτης μου στους «Τιτάνες» είναι ο Δημήτρης Ματσούκας. Έψαχνα μια ψηλόλιγνη φιγούρα που τη φανταζόμουν σαν σκιά, μου τον σύστησαν από δυο-τρεις μεριές, κάναμε κάποια δοκιμαστικά, τα βρήκαμε και συμφωνήσαμε. Από το ’16, που ξεκινήσαμε τις πρόβες, μέχρι και σήμερα είναι ο σταθερός συν-Τιτάνας μου, το έτερον ήμισυ του έργου, ένα παιδί πολύ χαμηλών τόνων. Ξεκούραστη συνεργασία. Έρχεται από τον κόσμο του street dance, τον πιστεύω και τον εκτιμώ βαθιά.
• Εννοείται ότι ο ψυχισμός μου δεν είναι ο ίδιος όπως πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Στο νέο ανέβασμα των «Τιτάνων» θα υπάρχουν στοιχεία που έχουν να κάνουν με το πού βρισκόμαστε όλοι μας, και εγώ, μέσα στο σύνολο αυτό. Έχει ενδιαφέρον να το δεις μετά την εμφάνιση της πανδημίας γιατί ο Δημήτρης φοράει μάσκα σε όλη τη διάρκεια του έργου και το ζητούμενο είναι κάπως η επικοινωνία και το σμίξιμο αυτών των δύο χαρακτήρων. Είναι λίγες οι φορές που ακουμπιούνται, αλλά είναι σημαντικές.
• Τα έργα μου είναι φτιαγμένα ώστε να έχουν ανοιχτό νόημα, και αυτό είναι θέση. Δεν μου αρέσουν τα κλειστά νοήματα και οι επεξηγήσεις και προσπαθώ όσο μπορώ να αποφεύγω να μιλάω, γιατί δεν θέλω να στερήσω από τον άλλο τη δική του ανάγνωση, που μπορεί να είναι πιο πλούσια από τη δική μου. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο κοινό όσο μένει κανείς στην Ευρώπη. Το λεγόμενο φεστιβαλικό κοινό είναι κάπως ομοιογενές. Σε χώρες όπως το Χονγκ Κονγκ, όμως, ή το Ισραήλ νιώθω ότι υπάρχει διαφορά στον τρόπο που το φεστιβαλικό κοινό αντιμετωπίζει το θέαμα.
Όταν κάνουμε Q&A, πολύ συχνά κάποιος θεατής θα ζητήσει βοήθεια, κάποιο κλειδί για το στόρι. «Με χαρά να σας το εξηγήσω, αλλά, πριν μπω στη διαδικασία, θα ήθελα να μου πείτε εσείς τι καταλάβατε». Εκεί υπάρχει πάντα αντίσταση, αλλά είναι πολύ εποικοδομητικό για μένα να ακούω τη γνώμη του καθενός για κάθε σκηνή. Το θέμα είναι να μένει ζωντανό και οργανικό κάθε έργο για κάθε θεατή. Δεν θέλω να αισθανθεί κανείς ότι είναι βλάκας που δεν κατάλαβε, αλλά αρκετή σιγουριά και αυτοπεποίθηση ώστε να δώσει τη δική του ερμηνεία.
• Σε κάποια σημεία των έργων μου αφήνω περιθώρια για μικρό αυτοσχεδιασμό, αλλά όχι για κάτι πραγματικά σπουδαίο, που να μπορεί να εκτροχιάσει το πράγμα προς μια άλλη κατεύθυνση. Υπάρχει ένα πλαίσιο, κυρίως ρυθμού, που δεν με αφήνει να ξεφύγω. Μια σκηνή στο «Elenit», προς το τέλος, με ξάφνιασε στην περιοδεία που μόλις ξαναξεκινήσαμε. Είναι σκηνή μεγάλης έντασης και ξεκίνησε μια διάδραση με το κοινό, αρχής γενομένης από την Μπιενάλε της Λυών. Αυτό με αποσυντόνισε, αναγκαστικά έπαιξα μαζί τους, μου άρεσε πολύ και σε μένα και σε όλη την ομάδα, μας έδωσε άλλο αέρα, σε σημείο που ύστερα από τρεις-τέσσερις πιάτσες, όταν δεν μας το έδωσαν, εγώ το περίμενα. Αν το περιμένεις, είναι σαν να χάνεις ένα beat από τον ρυθμό σου.
Η αποτυχία που προσπαθώ να ενσαρκώσω με αυτές τις over the top προσωπικότητες προκύπτει γιατί έχω πιάσει τον εαυτό μου να μπαίνει σε τέτοια τριπάκια από πολύ νωρίς. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Το χιούμορ είναι η αφετηρία. Θυμάμαι τον εαυτό μου από πολύ μικρό να καταλαβαίνω τον κόσμο και να αυτοπροσδιορίζομαι, στις παρέες ας πούμε ή στο σχολείο, μέσα από το χιούμορ. Έβλεπα πάρα πολλή τηλεόραση, τα καρτούν σίγουρα με επηρέασαν. Θυμάμαι, ήμασταν με την αδελφή μου 6-7 χρονών, βλέπαμε διαφημίσεις και εγώ της έκανα με άλλα λόγια τη διαφήμιση που έπαιζε. «Η μαμά μου μαγειρεύει με Νέα Σκατίνη φυσικά». Δεν το ’χω σκεφτεί ποτέ, εκ των υστέρων σίγουρα με επηρέασαν ο Μπάστερ Κίτον, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Γούντι Άλεν, ο Τζον Γουότερς, ο Μπένι Χιλ, ο Χοντρός και ο Λιγνός, οι Μόντι Πάιθον… Επίσης, είχα σχεδόν από πάντα μια φίλη, την Εύα, που ήταν σαν να μου πετάει κάρβουνα και να μου πυροδοτεί το χιούμορ. Είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να δει τα έργα μου και να καταλάβει απολύτως από πού προέρχεται κάθε ουρλιαχτό. Ήταν παρούσα.
Μεγαλώνοντας, λοιπόν, ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν κατάλαβα ότι αυτόν τον πλούτο μπορώ να τον μεταφέρω στα έργα μου. Πολλές φορές έβλεπα τη ζωή μου μέσα από αυτό το πρίσμα. Μπορεί με τους κολλητούς μου να γελάγαμε με μια συνθήκη γελοία στα μάτια μας, που την είχαμε ζήσει και ξέραμε πόσο γελοίοι είμαστε οι ίδιοι μέσα σε αυτήν, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό θα κάνει γκελ όταν γίνει δημόσιο. Ήταν πολύ απελευθερωτικό να βλέπω ότι αυτό το χιούμορ, που μπορεί να έχει σκοτάδια, μοναξιά και φόβο, λειτουργεί. Μεγάλο δώρο. Και τα πλάσματα που φτιάχνω και θέλω να έχω απέναντί μου, όταν τα βλέπω στον καθρέφτη, θέλω να με γαργαλάνε, να κάνουν κάτι αστείο, να αποτυγχάνουν, να έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.
Το χιούμορ μου δεν είναι καυστικό, σαρκαστικό. Είναι βαθιά προσωπικό, το γέλιο και η ειρωνεία στρέφονται στον εαυτό μου 100%, αναγνωρίζω όλες τις ρωγμές που φέρνω στη σκηνή. Η αποτυχία που προσπαθώ να ενσαρκώσω με αυτές τις over the top προσωπικότητες προκύπτει γιατί έχω πιάσει τον εαυτό μου να μπαίνει σε τέτοια τριπάκια από πολύ νωρίς. Η ρίζα όλων μού μοιάζει να είναι η αγάπη για τους ανθρώπους, πόσο αδύναμοι, εύθραυστοι είμαστε. Γι’ αυτό νομίζω ότι υπάρχει και ένα φίλτρο συγκίνησης. Είναι πολύ λυπηρό που αρρωσταίνουμε, γερνάμε, χωρίζουμε. Νομίζουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα, ενώ είμαστε καταδικασμένοι.
• Η αφετηρία για τον «Ευριπίδη του Ευριπίδη» ήταν η ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών, που έπρεπε να δημιουργήσω κάτι για τη Μικρή Επίδαυρο. Όταν το επισκέφτηκα για να εμπνευστώ και περπάτησα στον χώρο ένα δειλινό μόνος μου, άρχισα να σκέφτομαι όλη την εμπειρία που είχα με τα ανοιχτά θέατρα ως μαθητής και ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης. Όλες τις κωμωδίες και τις τραγωδίες. Κάπως, λόγω του ονόματός μου, του ότι μεγάλωσα στην οδό Ηρακλειδών στο Χαλάνδρι, που είναι τραγωδία του Ευριπίδη, και μπήκα και στο θέατρο, πάντα είχα ένα προβληματισμό ως προς τη σχέση μου με το αρχαίο δράμα. Στη Νέα Υόρκη, απλώς επειδή ήμουν Έλληνας, και όχι μόνο λόγω του ονόματος, αναρωτήθηκα κατά πόσο ξέρω πραγματικά αυτό το είδος, που είναι μεγάλο κεφάλαιο της δικής μας παράδοση αλλά και της δικής μου εκπαίδευσης.
Οπότε, όταν βόλταρα εκεί, άρχισα να σκέφτομαι την περίπτωση ενός ανθρώπου που θρηνεί, μιας τραγωδού, κάπως μου ’ρθαν όλα αυτά τα καλοκαίρια με τις περιοδείες, μια ολόκληρη κουλτούρα που συνειδητοποίησα ότι με έχει γαλουχήσει. Επειδή αυτό το έργο αφορά το αρχαίο δράμα, άρχισε ξαφνικά να έχει και λόγο, κείμενο, που ψυλλιαζόμουν ότι θα ερχόταν, αλλά όχι σε αυτή την έκταση.
• Θα είναι το πρώτο έργο της ομάδας Osmosis, με τη ματιά των τελευταίων χρόνων, που θα παρουσιαστεί σε ανοιχτό θέατρο. Ματαιώθηκε τον προηγούμενο Αύγουστο, λόγω των πυρκαγιών, και ελπίζουμε ότι θα κάνει επιτέλους πρεμιέρα του χρόνου το καλοκαίρι. Παράλληλα, το «Relic» θα παίζεται για έκτη χρονιά, το «Elenit» θα έχει κι άλλους σταθμούς στην περιοδεία.
Το ότι τα έργα μου ζουν είναι ένα μεγάλο δώρο, ενώ ήδη σκέφτομαι πράγματα για το πέμπτο, το επόμενο. Με επισκέπτονται σαν ενέσεις, σαν να ξανακοιτάζω λίγο τι γίνεται, από πού ξεκίνησα, πού πήγα, τι νόμιζα ότι έκανα, τι κάνω πραγματικά. Όταν τα ανεβάζω ξανά, δεν με ενδιαφέρει να ξαναβρεθώ στη στιγμή της δημιουργίας, δεν με ενδιαφέρει να ξαναφτιάξω άλλον έναν Τιτάνα. Η ερμηνεία όμως με βοηθά στην εξέλιξη και στη βελτίωσή μου. Ποτίζω το χωράφι και τα υλικά.
Όταν κάνουμε Q&A, πολύ συχνά κάποιος θεατής θα ζητήσει βοήθεια, κάποιο κλειδί για το στόρι. «Με χαρά να σας το εξηγήσω, αλλά, πριν μπω στη διαδικασία, θα ήθελα να μου πείτε εσείς τι καταλάβατε». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
• Είναι πολύ κρίμα που γενικά τα έργα δεν επαναλαμβάνονται. Είναι δύσκολο. Μακάρι να μπορούσα να ξαναδώ το «Shopping and Fucking» του Μοσχόπουλου ή το «Με Δύναμη από την Κηφισιά» του Βογιατζή. Του Βογιατζή όμως! Είναι σταθμοί. Δόξα τω Θεώ, ο Γουίλσον παίζει ακόμα την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ». Ή που έκανε revival του «I was sitting on my patio», που έβαλε την αλφαβήτα στα ’70s και εμείς ακόμα στριφογυρνάμε εκεί. Όταν ο Λούκος είχε φέρει το «Καφέ Μίλερ» της Πίνα Μπάους δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ήταν ένα έργο τριάντα ετών.
Κι αν το σκεφτείς, αν μετρήσεις τις παραστάσεις των δικών μου έργων στην Ελλάδα, συνολικά είναι ελάχιστες: το «Relic» έχει περάσει από Φεστιβάλ Αθηνών, Καλαμάτας, Bios, Ροές, Δημήτρια και Στέγη. Δεν ξεπερνάμε τις 15 παραστάσεις στη διάρκεια των έξι ετών. Οι «Τιτάνες» πέρασαν από Φεστιβάλ Αθηνών, Μέγαρο και τώρα είναι στη Στέγη. Ούτε δέκα παραστάσεις συνολικά. Και το «Elenit» έχει άλλες τόσες. Είναι λίγες!
• Κάνω κάποια workshops στα φεστιβάλ, στην Αθήνα, ψήνεται και ένα στην Αγγλία. Υπάρχει ένα γκρουπ ανθρώπων που τους βάζω σε ένα τριπάκι έκθεσης και γελοιότητας, περισσότερο μοιράζομαι τον δικό μου κόσμο, από τότε που πέρασα τη μεγάλη προσωπική μου κρίση για το τι θέλω να κάνω και άρχισα να ανακαλύπτω μια γλώσσα. Ήταν κομβική στιγμή. Τι μου είχε πει το Θέατρο Τέχνης; Ότι δεν δουλεύουμε με καθρέφτη; Μα, εγώ μόνο με καθρέφτη καταλαβαίνω. Άσε τι είπε ο Στανισλάφσκι. Βάλε έναν καθρέφτη απέναντί σου.
Όλο αυτό που με ενδυνάμωσε και μου έδωσε τα εργαλεία για να φτιάχνω τα έργα μου μού είχε δημιουργήσει στεγανά και τοίχους που έπρεπε να σπάσω. Αυτό πρέπει να το πει κανείς στους νέους δημιουργούς. Είτε φτιάξουν είτε παίξουν σε έργα, πρέπει να ξέρουν τι είναι αυτό που τους γαργαλά, να ακούνε την προσωπική τους φωνή και να πηγαίνουν προς τα εκεί, ανεξάρτητα από το αν αυτό κάνει γκελ.
• Τότε, το 2009, που πέρασα εκείνη την κρίση, έμενα ακόμα στο Χαλάνδρι με τους γονείς μου και αποφάσισα ότι κάπως έπρεπε να βρεθώ στο κέντρο, κοντά στις δουλειές μου. Το Κουκάκι κάθε άλλο παρά χίπστερ ήταν, ειδικά το σημείο όπου μένω εγώ, που είναι πιο κοντά στις Κούκλες παρά στο Ηρώδειο. Είχε τότε μόνο ένα μπουγατσατζίδικο και ένα μαγαζί με εσώρουχα. Εγώ σε εκείνο το Κουκάκι πήγα και σιγά σιγά με βλέπω για Κυψέλη.
• Στην Αθήνα αγαπάω την αταξία και την ανοργανωσιά της. Παλιότερα αυτή η χαοτική της διάσταση και η ασχήμια της συνδέονταν στον νου μου με τον ωχαδερφισμό και ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Ταξιδεύοντας όμως και συνειδητοποιώντας την ομογενοποίηση και το ότι όλες οι πόλεις αρχίζουν να μοιάζουν, αισθάνομαι πλέον ότι αυτό που κρατά ως αντίσταση η Αθήνα είναι και η γοητεία της.
«Τιτάνες»
Σκηνοθεσία, χορογραφία & σκηνογραφία: Ευριπίδης Λασκαρίδης
Ερμηνεύουν οι Ευριπίδης Λασκαρίδης & Δημήτρης Ματσούκας
Σχεδιασμός κοστουμιών: Άγγελος Μέντης
Μουσική σύνθεση - ηχητικός σχεδιασμός: Γιώργος Πούλιος
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Σύμβουλος δραματουργίας: Αλέξανδρος Μιστριώτης
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Κεντρική Σκηνή
8-12/12, 20:30
Διάρκεια παράστασης: 50 λεπτά
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Πηγή: lifo.gr